Η χρήση της ινδικής κάνναβης στην Ελλάδα, ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, συνδέθηκε με κοινωνικές ομάδες που βρέθηκαν στο περιθώριο της κυρίαρχης κουλτούρας, διαμορφώνοντας έναν αντισυμβατικό τρόπο ζωής και αναζητώντας παρηγοριά και σύνδεση μακριά από τις υποκριτικές αξίες της αστικής τάξης. Η κάνναβη και η χρήση της έγιναν όχι μόνο προσωπική διαφυγή αλλά και σύμβολο αντίστασης ενάντια στην εξουσία, με το χασίς να ονομάζεται χαρακτηριστικά “το νέκταρ των προλετάριων”.
Ο Υπο-πολιτισμός της Χασισοποσίας
Τα μεγάλα λιμάνια της Ερμούπολης και του Πειραιά φιλοξενούσαν φτωχούς εργάτες, πρόσφυγες και περιθωριακούς, οι οποίοι βρήκαν κοινή έκφραση στο χασίς και στο ρεμπέτικο τραγούδι. Το χασίς αποτελούσε για αυτούς μια τελετουργία και αναπόσπαστο κομμάτι ενός τρόπου ζωής που αναδείκνυε την ταυτότητα της ανεξαρτησίας, της αντίστασης, και της συντροφικότητας. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ρεμπέτης της εποχής, περιγράφει τη χρήση του χασίς ως κομμάτι της «μαγκιάς» του, ενός κώδικα αξιών που βασιζόταν στον αλληλοσεβασμό, την εντιμότητα και την αντοχή.
Η Κοινωνική Καταστολή και η Στάση της Εξουσίας
Η άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία έφερε στη χώρα και διαδεδομένες συνήθειες χασισοποσίας, κάτι που πυροδότησε ανησυχία και πανικό στα αστικά στρώματα. Ο νόμος απαγόρευσε την καλλιέργεια και χρήση της κάνναβης, και η αστυνομία ανέλαβε δράση ενάντια στους χασικλήδες. Οι συλλήψεις και η δημόσια διαπόμπευση έγιναν εργαλεία για τον στιγματισμό αυτής της πρακτικής, με σκοπό τη “διατήρηση της κοινωνικής υγείας” και την προστασία της νεολαίας από τη «διαφθορά».
Η Δαιμονοποίηση του Ρεμπέτικου και της Χασισοποσίας
Το ρεμπέτικο τραγούδι, που συνόδευε τη ζωή των χασικλήδων, δαιμονοποιήθηκε ως «αισχρό και πρωτόγονο», ενώ οι χασισοπότες παρουσιάζονταν ως ηθικά διεφθαρμένοι και κοινωνικά επικίνδυνοι. Το «Θεραπευτήριον Μελαγχολίας», ένα καφενείο-παράγκα, όπου σύχναζαν οι χασισοπότες, έγινε σημείο αναφοράς για τις συλλογικές τελετουργίες που συσπείρωναν τους περιθωριακούς, προσφέροντάς τους μια αίσθηση κοινότητας και διαφυγής από την καθημερινή δυστυχία.
Η Ανάδειξη της Χασισοποσίας ως Κοινωνική Παρέκκλιση
Οι κοινωνικοί επιστήμονες και οι εγκληματολόγοι της εποχής κατηγορούσαν τους χρήστες χασίς ως βρώμικους, οκνηρούς και επικίνδυνους. Ο Ηλίας Πετρόπουλος, σημαντικός μελετητής του ρεμπέτικου, επισήμανε ότι ο στιγματισμός των χασισοποτών ως εγκληματιών εξυπηρετούσε τη συνεργασία της αστυνομίας με την εγκληματολογία και την ιατρική κοινότητα, που έβλεπαν τους χασισοπότες ως αποβλακωμένους και επικίνδυνους. Ωστόσο, για πολλούς ήταν ξεκάθαρο πως ο μόνος «εγκληματίας» ήταν το κοινωνικό σύστημα που δεν κατανοούσε ή δεν ήθελε να κατανοήσει τις ανάγκες αυτών των ανθρώπων.
Το Χασίς ως Σύμβολο Αντίστασης και Λαϊκής Έκφρασης
Στις δεκαετίες του 1930 και 1940, σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης, η χρήση του χασίς αυξήθηκε. Όπως υπογράμμισε και ο Πετρόπουλος, η φτωχολογιά έβρισκε παρηγοριά στο τραγούδι, το κρασί και το χασίς. Η χασισοποσία, μέσα από το ρεμπέτικο, πέρασε από το περιθώριο σε ένα λαϊκό κίνημα έκφρασης, με τους χρήστες χασίς να βρίσκουν στη χρήση της κάνναβης μια κοινή απόλαυση και συντροφικότητα, παρά τις κοινωνικές προκαταλήψεις και την καταστολή.
Η Σχέση Χασισοποσίας και Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Η ιστορία της κάνναβης στην Ελλάδα αποτελεί έναν καθρέφτη της κοινωνικής ανισότητας και της σύγκρουσης κουλτούρας και εξουσίας. Η χασισοποσία και το ρεμπέτικο τραγούδι έγιναν σύμβολα της λαϊκής αντίστασης και εξέφρασαν μια πολιτιστική κληρονομιά που επιμένει ως σήμερα να θυμίζει τη σχέση της τέχνης με την ανάγκη για αυτοέκφραση και ελευθερία.