Οι ρεμπέτες υπήρξαν αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας του 20ού αιώνα, αποτελώντας μια ιδιότυπη και αντισυμβατική καλλιτεχνική κοινότητα. Η μουσική τους, γνωστή ως ρεμπέτικο, εξέφρασε τις ανησυχίες, τα βάσανα, αλλά και την επαναστατική διάθεση των περιθωριοποιημένων, προσφέροντας μία μορφή διέξοδο από τις δύσκολες συνθήκες της εποχής. Η κάνναβη και η χασισοποσία ήταν βασικά χαρακτηριστικά του ρεμπέτικου τρόπου ζωής και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ρεμπέτικης κουλτούρας.

Η Γένεση του Ρεμπέτικου

Το ρεμπέτικο εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στα αστικά κέντρα της Ελλάδας, όπως η Ερμούπολη και ο Πειραιάς. Οι ρεμπέτες αποτελούνταν κυρίως από εργατική τάξη, πρόσφυγες και περιθωριακούς, που ζούσαν στις φτωχές συνοικίες και αναζητούσαν μια μορφή έκφρασης για τα συναισθήματα και τις εμπειρίες τους. Μέσα από τη μουσική και τους στίχους του ρεμπέτικου, οι ρεμπέτες εξέφρασαν την αγανάκτηση και την αμφισβήτησή τους απέναντι στην κυρίαρχη κοινωνική τάξη και τις επιβεβλημένες αξίες της.

Η Κάνναβη στη Ζωή των Ρεμπετών

Η χρήση της κάνναβης, γνωστή στην Ελλάδα ως χασίς, συνδέθηκε άμεσα με τον τρόπο ζωής των ρεμπετών και αποτυπώθηκε συχνά στους στίχους των τραγουδιών τους. Η χασισοποσία ήταν για τους ρεμπέτες κάτι παραπάνω από μια απλή συνήθεια· ήταν μία τελετουργία που τους έφερνε κοντά και τους προσέφερε μια αίσθηση κοινότητας. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ένας από τους πιο γνωστούς ρεμπέτες, περιέγραφε τη χρήση του χασίς ως κομμάτι της “μαγκιάς” του, ενός κώδικα αξιών που βασιζόταν στον αλληλοσεβασμό και τη συντροφικότητα.

Η κάνναβη δεν ήταν μόνο ένα μέσο χαλάρωσης αλλά και ένας τρόπος διαφυγής από την κοινωνική πίεση και τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Όπως αναφέρει και ο Γάλλος φιλόσοφος Ρεβώ ντ’ Αλλόν, οι χασικλήδες “δεν φουμάρουν για να γκρεμίσουν έναν κόσμο, αλλά για να αποσπασθούν από αυτόν”.

Το Ρεμπέτικο ως Έκφραση Αντίστασης

Το ρεμπέτικο τραγούδι αποτέλεσε σύμβολο αντίστασης και αμφισβήτησης των κοινωνικών κανόνων. Οι ρεμπέτες αρνούνταν να συμμορφωθούν με τις υποκριτικές αξίες της ανερχόμενης αστικής τάξης και δημιουργούσαν τους δικούς τους κώδικες ηθικής και συμπεριφοράς. Μέσα από τη μουσική τους, κατέκριναν τις κοινωνικές ανισότητες, τη φτώχεια και την καταπίεση, ενώ η κάνναβη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της αντισυμβατικής κουλτούρας.

Οι ρεμπέτες επινόησαν τη δική τους κοινωνία μέσα από τα τραγούδια και τις συνήθειές τους, με το χασίς να γίνεται για αυτούς σύμβολο ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Η μουσική και η χασισοποσία συνδέθηκαν τόσο στενά, ώστε ο χώρος όπου συγκεντρώνονταν οι ρεμπέτες για να καπνίσουν και να παίξουν μουσική, γνωστός ως τεκές, απέκτησε σχεδόν μυθική σημασία στην ρεμπέτικη κουλτούρα.

Η Καταστολή και ο Στιγματισμός των Ρεμπετών

Η κάνναβη και το ρεμπέτικο συνδέθηκαν γρήγορα με την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα στα μάτια της κοινωνίας. Η εξουσία επιχείρησε να καταστείλει την κουλτούρα αυτή, υιοθετώντας σκληρά μέτρα κατά της χασισοποσίας και κλείνοντας τους τεκέδες, ενώ οι χασικλήδες συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν στη φυλακή. Ο τύπος της εποχής περιέγραφε τους ρεμπέτες ως “επικίνδυνους και ανήθικους”, ενώ η χρήση της κάνναβης θεωρήθηκε “απειλή” για την κοινωνική υγεία.

Παρά τις διώξεις και τον στιγματισμό, οι ρεμπέτες παρέμειναν πιστοί στον τρόπο ζωής τους. Το ρεμπέτικο τραγούδι έγινε η φωνή τους, αποτυπώνοντας τα βάσανα και τις αγωνίες τους και ενισχύοντας την ταυτότητα της κοινότητας που βρέθηκε στο περιθώριο της κοινωνίας.

Το Κληροδότημα των Ρεμπετών

Η ρεμπέτικη κουλτούρα και η σχέση της με την κάνναβη συνεχίζουν να επηρεάζουν την ελληνική κοινωνία και να θεωρούνται σύμβολα της λαϊκής αντίστασης και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το ρεμπέτικο μουσικό είδος, παρά την αρχική του καταδίκη, κατάφερε να επιβιώσει και να αναγνωριστεί ως κομμάτι της ελληνικής κουλτούρας. Σήμερα, το ρεμπέτικο και η ιστορία των ρεμπετών παραμένουν πηγή έμπνευσης, υπογραμμίζοντας τη δύναμη της μουσικής και της τέχνης ως μέσα κοινωνικής έκφρασης και αντίστασης.

Η ιστορία των ρεμπετών και της κάνναβης φανερώνει πώς η περιθωριοποίηση μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση νέων πολιτιστικών κινημάτων, που, παρά τις δυσκολίες και την καταστολή, καταφέρνουν να αφήσουν το στίγμα τους και να αναγνωριστούν ως αναπόσπαστα στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας.

Μια από τις πιο αυθεντικές και αφηγηματικές ιστορίες της ρεμπέτικης παράδοσης προέρχεται από τη ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη, ο οποίος υπήρξε όχι μόνο κορυφαίος μουσικός αλλά και σύμβολο της κουλτούρας του ρεμπέτικου. Γεννημένος στη Σύρο το 1905, ο Μάρκος κατέληξε να γίνει γνωστός ως «Πατριάρχης του Ρεμπέτικου». Μετανάστευσε στον Πειραιά σε νεαρή ηλικία, όπου ήρθε σε επαφή με τον κόσμο της χασισοποσίας και των τεκέδων.

Η πρώτη του επαφή με το χασίς ήταν έντονη, όπως περιγράφει στην αυτοβιογραφία του:

«Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνισα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κόσμος σβούρα…Αφού περάσανε δυό τρεις ώρες, τότες συνήλθα. Τι μ’ έκανε και ξαναπήγα και δεν σταμάτησα; Το ντερβισιλίκι μου.»

Η έννοια του «ντερβισιλικιού» είναι κεντρική στον κόσμο των ρεμπετών. Για τον Μάρκο, η χασισοποσία δεν ήταν απλώς μια «κακή συνήθεια» ή μια κοινωνική παρεκτροπή· ήταν μια τελετή που τον έφερνε σε επαφή με τους συντρόφους του, καθιερώνοντάς τον ως μέρος ενός κύκλου ανδρών που είχαν αναπτύξει τη δική τους κώδικα ηθικής και τιμής. Ο ίδιος περιγράφει την έννοια του να είσαι «μάγκας» ως εξής:

«Ήμαστε μάγκες, μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν είχαμε σχέση με τους αλανιάρηδες, που κλέβανε και κάναν διάφορες ατιμίες. Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα και αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του, και το πρωί πάλι στη δουλειά.»

Ο Μάρκος, όπως και πολλοί άλλοι ρεμπέτες, διαχώριζε την ομάδα του από τα υπόλοιπα περιθωριακά στοιχεία της κοινωνίας. Για εκείνους, το χασίς ήταν κομμάτι της ταυτότητάς τους, μια «σφραγίδα» που τους χώριζε από την υποκρισία της κυρίαρχης κοινωνίας. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Πολυκανδριώτης, άλλος ρεμπέτης της εποχής:

«Καλύτεροι άνθρωποι από τους χασικλήδες δεν υπάρχουνε! Όταν τραβάς χασίσι καλμάρουνε τα νεύρα σου. Ζαλίζεσαι λιγάκι και κάθεσαι ήσυχος στη γωνιά σου, δεν πειράζεις άνθρωπο.»

Αυτές οι ιστορίες δείχνουν ότι για τους ρεμπέτες, το χασίς δεν ήταν απλώς μια απόδραση από την πραγματικότητα. Ήταν ένα στοιχείο που ενίσχυε την αίσθηση της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας. Στους τεκέδες της Αθήνας, του Πειραιά, και των άλλων πόλεων, οι ρεμπέτες καλλιεργούσαν τη δική τους κοινωνία, ενώ τα τραγούδια τους αποτελούσαν τον καλλιτεχνικό εκφραστή αυτής της ιδεολογίας. Τα λόγια τους, οι μελωδίες τους και η ειλικρίνειά τους συνεχίζουν να αποτελούν πηγή έμπνευσης για γενιές ανθρώπων που αναζητούν την αληθινή έκφραση μακριά από τα κοινωνικά «πρέπει» και τις επιβολές.